- προγάμιος,
- προ-γάμιος, u. προ-γαμιαῖος, vor der Hochzeit; προτέλεια, Opfer vor der Hochzeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προγάμιος — α, ο / προγάμιος, ον, ΝΜ [πρόγαμος] προγαμιαίος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια (ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες τού γάμου και κατά τις οποίες η νύφη… … Dictionary of Greek
προγάμιον — προγάμιος sacrifice before marriage masc/fem acc sg προγάμιος sacrifice before marriage neut nom/voc/acc sg προγαμέω live with imperf ind act 3rd pl (doric) προγαμέω live with imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγάμια — προγάμιος sacrifice before marriage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγαμος — η, ο / πρόγαμος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. προγαμιαίος, προγάμιος 2. φρ. «πρόγαμος δωρεά» (παλαιότερα) η προγαμιαία δωρεά αρχ. 1. μνηστευμένος, αρραβωνιασμένος 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Πρόγαμοι (ως τίτλος έργου τού Μενάνδρου) οι μελλόνυμφοι.… … Dictionary of Greek